Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανίδρωση — η (Α ἀνίδρωσις) εφίδρωση, έκκριση ιδρώτα, το ίδρωμα … Dictionary of Greek